Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρομαι
συμπαραχωρέω
View word page
συμ-παραπόλλυμαι
συμ-παραπόλλυμαιmid.vb of a personbe ruined tooD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαραπόλλυμαι
Headword (normalized):
συμπαραπόλλυμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπολλυμαι
IDX:
37803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37804
Key:
συμπαραπόλλυμαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παραπόλλυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παραπόλλυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be ruined too</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαραπόλλυμαι'}