Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
συμπαρατηρέω
View word page
συμ-παραμειγνύω
συμ-παραμειγνύωvbπαραμείγνῡμι mix in as wellliquid itemsin a concoctionAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαραμειγνύω
Headword (normalized):
συμπαραμειγνύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραμειγνυω
IDX:
37798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37799
Key:
συμπαραμειγνύω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παραμειγνύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παραμειγνύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>παραμείγνῡμι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>mix in as well</Tr><Obj>liquid items<Expl>in a concoction</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαραμειγνύω'}