Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάττομαι
View word page
συμ-παραλαμβάνω
συμ-παραλαμβάνωvb take along with onesomeone or sthg.as an adjunct or assistantPl. Arist. NT.ships, troopsas reinforcementsX. Plb.

ShortDef

to take along with

Debugging

Headword:
συμπαραλαμβάνω
Headword (normalized):
συμπαραλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραλαμβανω
IDX:
37797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37798
Key:
συμπαραλαμβάνω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παραλαμβάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παραλαμβάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>take along with one</Tr><Obj>someone or sthg.<Expl>as an adjunct or assistant</Expl><Au>Pl. Arist. NT.</Au></Obj><Obj>ships, troops<Expl>as reinforcements</Expl><Au>X. Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαραλαμβάνω'}