Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
View word page
συμ-παρακομίζω
συμ-παρακομίζωξυμ-vb convey along with oneprovide a convoy forshipsTh. pass.of shipsbe provided with a convoyTh.

ShortDef

to carry along the coast with

Debugging

Headword:
συμπαρακομίζω
Headword (normalized):
συμπαρακομίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακομιζω
IDX:
37796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37797
Key:
συμπαρακομίζω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρακομίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρακομίζω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>convey along with one</Def><Tr>provide a convoy for</Tr><Obj>ships<Au>Th.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of ships</Indic><Def>be provided with a convoy</Def><Au>Th.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρακομίζω'}