Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
View word page
συμ-παρακελεύομαι
συμ-παρακελεύομαιmid.vb help to encouragesthg.Isoc.

ShortDef

to join in exciting

Debugging

Headword:
συμπαρακελεύομαι
Headword (normalized):
συμπαρακελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακελευομαι
IDX:
37794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37795
Key:
συμπαρακελεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρακελεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρακελεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to encourage</Tr><Obj>sthg.<Au>Isoc.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρακελεύομαι'}