Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
συμπαραπλέω
View word page
συμ-παρακαλέω
συμ-παρακαλέωcontr.vb call uponw.acc.someone or sthg.for supportPl. X. Din. Plu.invitesomeonein additionX. make an appeal togetherw.dat.w. someonePlb.

ShortDef

to invite together

Debugging

Headword:
συμπαρακαλέω
Headword (normalized):
συμπαρακαλέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακαλεω
IDX:
37792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37793
Key:
συμπαρακαλέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρακαλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρακαλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>call upon<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone or sthg.</Prnth>for support</Tr><Au>Pl. X. Din. Plu.</Au><vS2><Tr>invite<Prnth>someone</Prnth>in addition</Tr><Au>X.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Tr>make an appeal together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρακαλέω'}