Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
συμπαραπέμπω
View word page
συμ-παρακαθίζομαι
συμ-παρακαθίζομαιmid.vb makew.acc.someonesit down tooD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαρακαθίζομαι
Headword (normalized):
συμπαρακαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακαθιζομαι
IDX:
37791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37792
Key:
συμπαρακαθίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρακαθίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παρακαθίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>sit down too</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρακαθίζομαι'}