Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμειγνύω
συμπαραμένω
συμπαρανεύω
View word page
συμ-παρακαθέζομαι
συμπαρακαθέζομαιmid.vb also sit down besidesomeonew. μετά + gen.along w. someone elsePl.

ShortDef

sit down beside also

Debugging

Headword:
συμπαρακαθέζομαι
Headword (normalized):
συμπαρακαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακαθεζομαι
IDX:
37790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37791
Key:
συμπαρακαθέζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παρακαθέζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ<hyph/>παρακαθέζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also sit down beside<Expl>someone</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>along w. someone else<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαρακαθέζομαι'}