Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαραλαμβάνω
View word page
συμ-παραγίγνομαι
συμ-παραγίγνομαιξυμ-
Ion. and dial.-παραγῑ́νομαι
mid.vb
stand by in supportstand by, supportw.dat.someoneD. aor.of troopsarrive in supportTh. of a new cropbe ready at the same timeas the old crop has been consumedHdt. of crowdscongregateNT.

ShortDef

to be ready at the same time

Debugging

Headword:
συμπαραγίγνομαι
Headword (normalized):
συμπαραγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραγιγνομαι
IDX:
37787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37788
Key:
συμπαραγίγνομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παραγίγνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-παραγίγνομαι<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><DL><Lbl>Ion. and dial.</Lbl><FmHL>-παραγῑ́νομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>stand by in support</Def><vS2><Tr>stand by, support</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>D.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>aor.</GLbl><Indic>of troops</Indic><Def>arrive in support</Def><Au>Th.</Au></vSGrm> </vS1> <vS1><Indic>of a new crop</Indic><Tr>be ready at the same time<Expl>as the old crop has been consumed</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of crowds</Indic><Tr>congregate</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαραγίγνομαι'}