Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
View word page
συμ-πανηγυρίζω
συμ-πανηγυρίζωvb attend a festival togetherw.dat.w. someonePlu.

ShortDef

to attend a solemn assembly with

Debugging

Headword:
συμπανηγυρίζω
Headword (normalized):
συμπανηγυρίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπανηγυριζω
IDX:
37785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37786
Key:
συμπανηγυρίζω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πανηγυρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πανηγυρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>attend a festival together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπανηγυρίζω'}