Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζομαι
συμπαρακαλέω
συμπαράκειμαι
View word page
σύμπᾱκτος
σύμπᾱκτοςdial.adjseeσύμπηκτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύμπᾱκτος
Headword (normalized):
σύμπᾱκτος
Headword (normalized/stripped):
συμπακτος
IDX:
37783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37784
Key:
σύμπᾱκτος

Data

{'headword_display': '<b>σύμπᾱκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σύμπᾱκτος</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>σύμπηκτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σύμπᾱκτος'}