Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθέζομαι
View word page
συμπαιστής
συμπαιστήςοῦm playmateref. to a drinking-companionPl. συμπαίστριαᾱςf playmateref. to a Bacchic dancerAr. συμπαίστωροροςm playmateref. to a childX.

ShortDef

a playmate, playfellow

Debugging

Headword:
συμπαιστής
Headword (normalized):
συμπαιστής
Headword (normalized/stripped):
συμπαιστης
IDX:
37780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37781
Key:
συμπαιστής

Data

{'headword_display': '<b>συμπαιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμπαιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>playmate<Expl>ref. to a drinking-companion</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>συμπαίστρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <S1><Tr>playmate<Expl>ref. to a Bacchic dancer</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </S1></RelW><RelW><HG><HL>συμπαίστωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <S1><Tr>playmate<Expl>ref. to a child</Expl></Tr><Au>X.</Au> </S1></RelW></NE>', 'key': 'συμπαιστής'}