Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
View word page
συμπαιᾱνίζω
συμπαιᾱνίζωvbseeσυμπαιωνίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαιᾱνίζω
Headword (normalized):
συμπαιᾱνίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιανιζω
IDX:
37777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37778
Key:
συμπαιᾱνίζω

Data

{'headword_display': '<b>συμπαιᾱνίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συμπαιᾱνίζω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>συμπαιωνίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συμπαιᾱνίζω'}