Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
συμπαλαίω
συμπανηγυρίζω
View word page
συμπαθέω
συμπαθέωcontr.vb have fellow feelingsympathisests. w.dat.w. someone or sthg.Plb. Plu.

ShortDef

to sympathise

Debugging

Headword:
συμπαθέω
Headword (normalized):
συμπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαθεω
IDX:
37775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37776
Key:
συμπαθέω

Data

{'headword_display': '<b>συμπαθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμπαθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>have fellow feeling</Def><Tr>sympathise<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπαθέω'}