Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
συμπαιωνίζω
σύμπᾱκτος
View word page
συμ-παγής
συμ-παγήςέςadjπήγνῡμι of natural elementscompacted, compoundedPl.

ShortDef

joined together, compacted

Debugging

Headword:
συμπαγής
Headword (normalized):
συμπαγής
Headword (normalized/stripped):
συμπαγης
IDX:
37773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37774
Key:
συμπαγής

Data

{'headword_display': '<b>συμ-παγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμ-παγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of natural elements</Indic><Tr>compacted, compounded</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμπαγής'}