Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαιστής
συμπαίω
View word page
συμ-μυέομαι
συμ-μυέομαιpass.contr.vb be initiated togetherw.dat.w. someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμυέομαι
Headword (normalized):
συμμυέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμυεομαι
IDX:
37771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37772
Key:
συμμυέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μυέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μυέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be initiated together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμυέομαι'}