Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαιᾱνίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
View word page
σύμ-μορος
σύμ-μοροςξύμ-ονadj of certain Boeotian troopsin the same divisionw.dat.as ThebansTh.

ShortDef

united for purposes of taxation

Debugging

Headword:
σύμμορος
Headword (normalized):
σύμμορος
Headword (normalized/stripped):
συμμορος
IDX:
37769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37770
Key:
σύμμορος

Data

{'headword_display': '<b>σύμ-μορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύμ-μορος<VL><FmHL>ξύμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of certain Boeotian troops</Indic><Tr>in the same division<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>as Thebans</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύμμορος'}