Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
View word page
συμ-μῑσέω
συμ-μῑσέωcontr.vb joinw.dat.w. someonein hatingsomeonePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμῑσέω
Headword (normalized):
συμμῑσέω
Headword (normalized/stripped):
συμμισεω
IDX:
37766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37767
Key:
συμμῑσέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μῑσέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μῑσέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>in hating</Tr><Obj>someone<Au>Plb.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμῑσέω'}