Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
συμπάθεια
συμπαθέω
View word page
συμμίσγω
συμμίσγωvbseeσυμμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμίσγω
Headword (normalized):
συμμίσγω
Headword (normalized/stripped):
συμμισγω
IDX:
37765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37766
Key:
συμμίσγω

Data

{'headword_display': '<b>συμμίσγω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συμμίσγω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>συμμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συμμίσγω'}