Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
συμπαγής
View word page
συμ-μιμνήσκομαι
συμ-μιμνήσκομαιmid.pass.vb2pl.pf.imperatv.w. pres.sens.
συμμέμνησθε
call to mind, bear in mindw.acc.sthg.togetherw.dat.w. someoneD.

ShortDef

to bear in mind with

Debugging

Headword:
συμμιμνήσκομαι
Headword (normalized):
συμμιμνήσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμιμνησκομαι
IDX:
37763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37764
Key:
συμμιμνήσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μιμνήσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μιμνήσκομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>2pl.pf.imperatv.<Expl>w. pres.sens.</Expl></Lbl><Form>συμμέμνησθε</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>call to mind, bear in mind<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμιμνήσκομαι'}