Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
συμμυέομαι
συμμῡ́ω
View word page
συμ-μῑμέομαι
συμ-μῑμέομαιmid.contr.vb imitatew.dat.sthg.Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμῑμέομαι
Headword (normalized):
συμμῑμέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμιμεομαι
IDX:
37762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37763
Key:
συμμῑμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μῑμέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μῑμέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>imitate</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>sthg.<Au>Pl.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμῑμέομαι'}