Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
σύμμορος
συμμοχθέω
View word page
συμμίγνῡμι
συμμίγνῡμιvbseeσυμμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμίγνῡμι
Headword (normalized):
συμμίγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συμμιγνυμι
IDX:
37760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37761
Key:
συμμίγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συμμίγνῡμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συμμίγνῡμι</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>συμμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συμμίγνῡμι'}