Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
συμμορίᾱ
View word page
σύμμιγα
σύμμιγαadvσυμμείγνῡμι mixed up togetherw.dat.w. womenref. to men congregatingHdt.

ShortDef

promiscuously with

Debugging

Headword:
σύμμιγα
Headword (normalized):
σύμμιγα
Headword (normalized/stripped):
συμμιγα
IDX:
37758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37759
Key:
σύμμιγα

Data

{'headword_display': '<b>σύμμιγα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>σύμμιγα</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>συμμείγνῡμι</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>mixed up together<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. women</Expl></Tr><ModVb>ref. to men congregating<Au>Hdt.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'σύμμιγα'}