Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμίσγω
συμμῑσέω
σύμμολπος
View word page
συμ-μηχανάομαι
συμ-μηχανάομαιmid.contr.vb help to procuresuppliesX. devisew.acc.sthg.togetherw.dat.w. someonePlu.

ShortDef

to help to provide

Debugging

Headword:
συμμηχανάομαι
Headword (normalized):
συμμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμηχαναομαι
IDX:
37757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37758
Key:
συμμηχανάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μηχανάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μηχανάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to procure</Tr><Obj>supplies<Au>X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>devise<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμηχανάομαι'}