Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
συμμιμνήσκομαι
View word page
συμμετρίᾱ
συμμετρίᾱᾱς
Ion.συμμετρίηης
fσύμμετρος
sameness in measurementcommensurabilityArist.proper measure, proportionsymmetryDemocr. Isoc. Pl. X.appropriateness, suitabilityPl.appropriate lengthheightPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμετρίᾱ
Headword (normalized):
συμμετρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συμμετρια
IDX:
37753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37754
Key:
συμμετρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συμμετρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμμετρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>συμμετρίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>σύμμετρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>sameness in measurement</Def><Tr>commensurability</Tr><Au>Arist.</Au></nS1><nS1><Tr>proper measure, proportion<or/>symmetry</Tr><Au>Democr. Isoc. Pl. X.<NBPlus/></Au></nS1><nS1><Tr>appropriateness, suitability</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Tr>appropriate length<or/>height</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμμετρίᾱ'}