Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμίγνῡμι
σύμμικτος
συμμῑμέομαι
View word page
συμμέτρησις
συμμέτρησιςξυμ-εωςf measuring by comparisonmeasurementof the required length for ladders, based on the thickness of bricksTh.

ShortDef

commeasurement

Debugging

Headword:
συμμέτρησις
Headword (normalized):
συμμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
συμμετρησις
IDX:
37752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37753
Key:
συμμέτρησις

Data

{'headword_display': '<b>συμμέτρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμμέτρησις<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>measuring by comparison</Def><nS2><Tr>measurement<Expl>of the required length for ladders, based on the thickness of bricks</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συμμέτρησις'}