Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
View word page
συμ-μετέχω
συμ-μετέχωvb sharew.gen.in sthg.E. Pl. Arist. Plu.w.dat.w. someoneE. Plu.intr.join inw. someone, in holding an opinionPl.

ShortDef

to partake of a thing together with

Debugging

Headword:
συμμετέχω
Headword (normalized):
συμμετέχω
Headword (normalized/stripped):
συμμετεχω
IDX:
37748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37749
Key:
συμμετέχω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μετέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μετέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>in sthg.<Au>E. Pl. Arist. Plu.</Au></Cmpl><Cmpl><Indic><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Indic><Au>E. Plu.</Au></Cmpl><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>join in<Expl>w. someone, in holding an opinion</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμετέχω'}