Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
View word page
συμ-μεταχειρίζομαι
συμ-μεταχειρίζομαιmid.vb share in the handling ofa corpseIs.

ShortDef

take charge of along with

Debugging

Headword:
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized):
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταχειριζομαι
IDX:
37747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37748
Key:
συμμεταχειρίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μεταχειρίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μεταχειρίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share in the handling of</Tr><Obj>a corpse<Au>Is.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμεταχειρίζομαι'}