Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
View word page
συμ-μεταφέρομαι
συμ-μεταφέρομαιpass.vb be carried along togetherw. someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμεταφέρομαι
Headword (normalized):
συμμεταφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταφερομαι
IDX:
37746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37747
Key:
συμμεταφέρομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μεταφέρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μεταφέρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be carried along together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμεταφέρομαι'}