Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
σύμμετρος
συμμήστωρ
View word page
συμ-μετατίθεμαι
συμ-μετατίθεμαιmid.vb of a rulerchange together withw.dat.changes in circumstancesPlb. of a soldierchange one's position correspondingly w. πρός + acc.to match an expected blowPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμετατίθεμαι
Headword (normalized):
συμμετατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
συμμετατιθεμαι
IDX:
37745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37746
Key:
συμμετατίθεμαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μετατίθεμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συμ-μετατίθεμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a ruler</Indic><Tr>change together with</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>changes in circumstances<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a soldier</Indic><Tr>change one's position correspondingly </Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to match an expected blow<Au>Plb.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>", 'key': 'συμμετατίθεμαι'}