Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρίᾱ
View word page
συμ-μεταπίπτω
συμ-μεταπίπτωvb of the public recordchange together withw.dat.political turncoatsAeschin.of the characters of cities, the dispositions of subjectschanges of rulerPlb.

ShortDef

to change along with

Debugging

Headword:
συμμεταπίπτω
Headword (normalized):
συμμεταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταπιπτω
IDX:
37743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37744
Key:
συμμεταπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μεταπίπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μεταπίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the public record</Indic><Tr>change together with</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>political turncoats<Au>Aeschin.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of the characters of cities, the dispositions of subjects</Indic><Cmpl>changes of ruler<Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμεταπίπτω'}