Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμέθεξις
συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
συμμέτρησις
View word page
συμ-μετακοσμέομαι
συμ-μετακοσμέομαιmid.pass.contr.vb change one's style of life for conformityw.dat.w. someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμετακοσμέομαι
Headword (normalized):
συμμετακοσμέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμετακοσμεομαι
IDX:
37742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37743
Key:
συμμετακοσμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μετακοσμέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συμ-μετακοσμέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>change one's style of life for conformity</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συμμετακοσμέομαι'}