Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμμαχος
συμμέθεξις
συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετρέω
View word page
συμ-μεταίτιος
συμ-μεταίτιοςονadj of circumstancescontributing jointlyw. πρός + acc.towards sthg.Pl.

ShortDef

contributing jointly

Debugging

Headword:
συμμεταίτιος
Headword (normalized):
συμμεταίτιος
Headword (normalized/stripped):
συμμεταιτιος
IDX:
37741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37742
Key:
συμμεταίτιος

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μεταίτιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμ-μεταίτιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of circumstances</Indic><Tr>contributing jointly<Expl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>towards sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμμεταίτιος'}