Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμέθεξις
συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
View word page
συμ-μεταδίδωμι
συμ-μεταδίδωμιvb givesomeonea sharein sthg.communicate with, confide inw.dat.someonew.gen.περί + gen.about sthg.Plb.

ShortDef

impart information about

Debugging

Headword:
συμμεταδίδωμι
Headword (normalized):
συμμεταδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταδιδωμι
IDX:
37740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37741
Key:
συμμεταδίδωμι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μεταδίδωμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μεταδίδωμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>give<Prnth>someone</Prnth>a share<Expl>in sthg.</Expl></Def><vS2><Tr>communicate with, confide in</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Expl><GLbl>w.gen.<or/><Ref>περί</Ref> + gen.</GLbl>about sthg.</Expl><Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμεταδίδωμι'}