Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμαχέω
συμμαχίᾱ
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμέθεξις
συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
συμμετασχηματίζομαι
συμμετατίθεμαι
συμμεταφέρομαι
View word page
σύμμειξις
σύμμειξιςfseeσύμμιξις

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύμμειξις
Headword (normalized):
σύμμειξις
Headword (normalized/stripped):
συμμειξις
IDX:
37736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37737
Key:
σύμμειξις

Data

{'headword_display': '<b>σύμμειξις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σύμμειξις</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>σύμμιξις</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σύμμειξις'}