Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαχέω
συμμαχίᾱ
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμέθεξις
συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
συμμεταπίπτω
View word page
συμ-μεθίστημι
συμ-μεθίστημιvb mid.change one's position to matchanother's changePlu.

ShortDef

to help in changing

Debugging

Headword:
συμμεθίστημι
Headword (normalized):
συμμεθίστημι
Headword (normalized/stripped):
συμμεθιστημι
IDX:
37733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37734
Key:
συμμεθίστημι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μεθίστημι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συμ-μεθίστημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>change one's position to match<Expl>another's change</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'συμμεθίστημι'}