Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαχέω
συμμαχίᾱ
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμέθεξις
συμμεθίστημι
συμμείγνῡμι
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμελετάω
συμμένω
συμμεταβάλλω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακοσμέομαι
View word page
συμμέθεξις
συμμέθεξιςεωςfσυμμετέχω sharing togetherw.gen.of hardshipsArist.

ShortDef

participation in

Debugging

Headword:
συμμέθεξις
Headword (normalized):
συμμέθεξις
Headword (normalized/stripped):
συμμεθεξις
IDX:
37732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37733
Key:
συμμέθεξις

Data

{'headword_display': '<b>συμμέθεξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμμέθεξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συμμετέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sharing together<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of hardships</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμμέθεξις'}