Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
σύμενος
συμμαθητής
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαχέω
συμμαχίᾱ
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμέθεξις
View word page
συμ-μανθάνω
συμ-μανθάνωvb share lessonsw.dat.w. someoneX. understand fullybe accustomedto a strong drinkX. learn fullyshare in knowledgeS.dub.

ShortDef

to learn along with

Debugging

Headword:
συμμανθάνω
Headword (normalized):
συμμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
συμμανθανω
IDX:
37722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37723
Key:
συμμανθάνω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μανθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-μανθάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>share lessons</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1> <Def>understand fully</Def><vS2><Tr>be accustomed<Expl>to a strong drink</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS2> </vS1> <vS1><Tr>learn fully<or/>share in knowledge</Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμμανθάνω'}