Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
σύμενος
συμμαθητής
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαχέω
συμμαχίᾱ
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
View word page
συμ-μαθητής
συμ-μαθητήςοῦm fellow studentPl.

ShortDef

a fellow-disciple

Debugging

Headword:
συμμαθητής
Headword (normalized):
συμμαθητής
Headword (normalized/stripped):
συμμαθητης
IDX:
37721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37722
Key:
συμμαθητής

Data

{'headword_display': '<b>συμ-μαθητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμ-μαθητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow student</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμμαθητής'}