Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
σύμενος
συμμαθητής
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαχέω
συμμαχίᾱ
συμμαχικός
View word page
συμ-βύω
συμ-βύωξυμ-vb pass.of jurorsbe crammed togetherAr.

ShortDef

to cram

Debugging

Headword:
συμβύω
Headword (normalized):
συμβύω
Headword (normalized/stripped):
συμβυω
IDX:
37718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37719
Key:
συμβύω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-βύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-βύω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of jurors</Indic><Def>be crammed together</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συμβύω'}