Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
σύμενος
συμμαθητής
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαχέω
View word page
συμ-βούλομαι
συμ-βούλομαιmid.vb be united in wishingw.acc. + inf.that sthg. shd. happenPl. D. share a wishsts. w.dat.w. someonePl. Plu.w.inf.for someone to dieE.w.acc.for sthg.X.

ShortDef

to will

Debugging

Headword:
συμβούλομαι
Headword (normalized):
συμβούλομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβουλομαι
IDX:
37716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37717
Key:
συμβούλομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-βούλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-βούλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be united in wishing</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>that sthg. shd. happen<Au>Pl. D.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1> <Tr>share a wish<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>for someone to die<Au>E.</Au></Cmpl><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>for sthg.<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμβούλομαι'}