Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
σύμενος
συμμαθητής
View word page
συμβουλευτικός
συμβουλευτικόςή όνadj of a lawof the advisory kindPl. of a kind of rhetoricdeliberativePlb.contrasted w. forensic and epideicticArist.

ShortDef

of or for advising, hortatory

Debugging

Headword:
συμβουλευτικός
Headword (normalized):
συμβουλευτικός
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευτικος
IDX:
37711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37712
Key:
συμβουλευτικός

Data

{'headword_display': '<b>συμβουλευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμβουλευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a law</Indic><Tr>of the advisory kind</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a kind of rhetoric</Indic><Tr>deliberative</Tr><Au>Plb.</Au><aS2><Indic>contrasted w. forensic and epideictic</Indic><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'συμβουλευτικός'}