Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
σύμενος
View word page
συμβουλευτής
συμβουλευτήςοῦm ref. to a lawadviser, counsellorPl.colleague in the Councilfellow councillorAeschin.

ShortDef

adviser, counsellor

Debugging

Headword:
συμβουλευτής
Headword (normalized):
συμβουλευτής
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευτης
IDX:
37710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37711
Key:
συμβουλευτής

Data

{'headword_display': '<b>συμβουλευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμβουλευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to a law</Indic><Tr>adviser, counsellor</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Def>colleague in the Council</Def><Tr>fellow councillor</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμβουλευτής'}