Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
View word page
συμβουλευτέος
συμβουλευτέοςξυμ-ᾱ ονvbl.adj of policiesto be advisedcounselledTh.

ShortDef

to be given as advice

Debugging

Headword:
συμβουλευτέος
Headword (normalized):
συμβουλευτέος
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευτεος
IDX:
37709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37710
Key:
συμβουλευτέος

Data

{'headword_display': '<b>συμβουλευτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμβουλευτέος<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of policies</Indic><Tr>to be advised<or/>counselled</Tr><Au>Th.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'συμβουλευτέος'}