Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλίᾱ
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
View word page
συμβούλευμα
συμβούλευμαατοςnσυμβουλεύω piece of adviceX. Arist. Plb.

ShortDef

advice given

Debugging

Headword:
συμβούλευμα
Headword (normalized):
συμβούλευμα
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευμα
IDX:
37708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37709
Key:
συμβούλευμα

Data

{'headword_display': '<b>συμβούλευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμβούλευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>συμβουλεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>piece of advice</Tr><Au>X. Arist. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμβούλευμα'}