Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
View word page
συμ-βοήθεια
συμ-βοήθειαξυμ-ᾱςf joint military helpreinforcementsTh.

ShortDef

joint aid

Debugging

Headword:
συμβοήθεια
Headword (normalized):
συμβοήθεια
Headword (normalized/stripped):
συμβοηθεια
IDX:
37698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37699
Key:
συμβοήθεια

Data

{'headword_display': '<b>συμ-βοήθεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμ-βοήθεια<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>joint military help</Def><Tr>reinforcements</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμβοήθεια'}