Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
σύμβολος
View word page
συμ-βοάω
συμ-βοάωcontr.vb shout in unisonw.dat.w. someoneX. of people separated by darkness or distancecallw.acc.one anothertogetherX.

ShortDef

to shout together with

Debugging

Headword:
συμβοάω
Headword (normalized):
συμβοάω
Headword (normalized/stripped):
συμβοαω
IDX:
37697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37698
Key:
συμβοάω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-βοάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-βοάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>shout in unison</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of people separated by darkness or distance</Indic><Tr>call<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one another</Prnth>together</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμβοάω'}