Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβολιμαῖος
σύμβολον
View word page
συμβλητός
συμβλητόςή όνadjσυμβάλλωof thingscapable of being comparedcomparablests. w.dat.w. sthg.Arist.w. πρός + acc.Theoc.

ShortDef

comparable, capable of being compared

Debugging

Headword:
συμβλητός
Headword (normalized):
συμβλητός
Headword (normalized/stripped):
συμβλητος
IDX:
37696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37697
Key:
συμβλητός

Data

{'headword_display': '<b>συμβλητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμβλητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συμβάλλω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Def>capable of being compared</Def><Tr>comparable<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. sthg.</Expl></Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl></Indic><Au>Theoc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'συμβλητός'}