Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
View word page
συμβίωσις
συμβίωσιςεωςf life togetherPlb. Plu.

ShortDef

living with, companionship

Debugging

Headword:
συμβίωσις
Headword (normalized):
συμβίωσις
Headword (normalized/stripped):
συμβιωσις
IDX:
37694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37695
Key:
συμβίωσις

Data

{'headword_display': '<b>συμβίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμβίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>life together</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμβίωσις'}