Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβολαῖος
View word page
συμβιβαστικός
συμβιβαστικόςή όνadj conducive to reconciliationneut.sb.reconciliationPlu.

ShortDef

leading to reconciliation

Debugging

Headword:
συμβιβαστικός
Headword (normalized):
συμβιβαστικός
Headword (normalized/stripped):
συμβιβαστικος
IDX:
37691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37692
Key:
συμβιβαστικός

Data

{'headword_display': '<b>συμβιβαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμβιβαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>conducive to reconciliation</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>reconciliation</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συμβιβαστικός'}